μονιστής

μονιστής
ο филос, монист

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "μονιστής" в других словарях:

  • μονιστής — ο, θηλ. μονίστρια οπαδός τού μονισμού. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. monist (βλ. μονισμός)] …   Dictionary of Greek

  • μονιστής — ο ο οπαδός της θεωρίας του μονισμού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μονιστικός — ή, ο αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον μονισμό ή στον μονιστή ή αυτός που προσιδιάζει στον μονισμό και στον μονιστή. επίρρ... μονιστικώς και ά με μονιστικό τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μονιστής. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»